-
1 περι-έρχομαι
περι-έρχομαι (s. ἔρχομαι), herumkommen, -gehen; Hom. nur in tmesi; wie περίειμι, in der Reihe herumkommen und auf denselben Punkt zurück, übh. endlich wohin gelangen, ἡ ἡγεμονίη περιῆλϑε ἐς τὸ γένος τοῠ Κροίσου, Her. 1, 7, wie ἐς Δαρεῖον περιῆλϑε ἡ βασιληΐη, 1, 187, vgl. 3, 65. 140. 6, 111; auch ἐς φϑίσιν περιῆλϑε ἡ νοῠσος, 7, 88; καὶ ἀπῖκται ὁ πόλεμος ἐς ὑμᾶς, 7, 158; u. mit dem bloßen accus., ἡ τίσις περιῆλϑε τὸν Πανιώνιον, endlich kam die Rache über ihn, traf ihn, 8, 106; ὡς εἰς αὐτὸν περιεληλυ ϑὸς τὸ μίασμα, Plat. Legg. IX, 866 b; Folgde; περιελϑεῖν εἰς ἅπαντας τὸν λόγον, Plut. sept. sap. conv. 6; auch πάντα εἰς Καίσαρα, Alles ging auf ihn über, Anton. 56; bes. Sp. – Herumgehen, περιελϑόντες πάντοϑε περισταδόν, Her. 7, 225; περιελϑὼν ἔλαϑεν, Thuc. 4, 36, τὴν πόλιν, in der Stadt, Andoc. 1, 99; πᾶσαν γῆν μαστεύοντες, Xen. Ages. 9, 3; τὴν ἀγορὰν κύκλῳ, Dem. 19, 225; auch τινά, um Einen herumgehen, ihn umsteilen, listig umgehen, um ihn zu überfallen oder zu fangen, überlisten, betrügen, Ar. Equ. 1138; σοφίῃ μιν περιῆλϑε, Her. 3, 4; δι' ἀπάτης καὶ ὅρκων, Plut. Nic. 10; u. so auch ταῠτα ἰσχυρῶς περιελήλυϑε τοὺς πολλούς, diese Vorstellungen haben die Menge befangen, Luc. de luct. 10; absolut, οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείϑων, Plat. Apol. 30 a; περιέρχεται ἀπέραντον ὁδόν, Theaet. 147 c; ἐν κύκλῳ, polit. 283 c; auch ὅταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῠ περιέλϑῃ κύκλον, Tim. 39 c, öfter; u. von der Zeit, wie περιιέναι, verstreichen, vorübergehen, Xen. Cyr. 8, 6, 19, vgl. Her. 2, 93. – Auch wie περιπίπτω, εἰς δυςτυχίαν, in ein Unglück hineingerathen, so daß man rings davon umgeben ist.
-
2 περιέρχομαι
περι-έρχομαι, herumkommen, - gehen; wie περίειμι, in der Reihe herumkommen und auf denselben Punkt zurück, übh. endlich wohin gelangen; ἡ τίσις περιῆλϑε τὸν Πανιώνιον, endlich kam die Rache über ihn, traf ihn; πάντα εἰς Καίσαρα, alles ging auf ihn über. Herumgehen; τὴν πόλιν, in der Stadt; auch τινά, um einen herumgehen, ihn umsteilen, listig umgehen, um ihn zu überfallen oder zu fangen, überlisten, betrügen; von der Zeit: wie περιιέναι, verstreichen, vorübergehen; περιπίπτω, εἰς δυςτυχίαν, in ein Unglück hineingeraten, so daß man rings davon umgeben ist
См. также в других словарях:
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek